- επικερδής
- -ές (Α ἐπικερδής)αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής («επικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.)αρχ.(για τον κερδώο Ερμή) προστάτης τού εμπορίου, τού κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ὲπικερδής», Αίσωπ.).επίρρ...επικερδώςμε τρόπο επικερδή, επωφελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κερδής (< κέρδος)].
Dictionary of Greek. 2013.